Η πολιτική έρευνα της εταιρείας VPRC, η οποία ολοκληρώθηκε μόλις προ πενθημέρου, καταγράφει σημαντική αλλαγή στους πολιτικούς συσχετισμούς. Το ΠΑΣΟΚ, χωρίς να παρουσιάζει σημάδια κάποιας ιδιαίτερα δυναμικής ανόδου, διευρύνει τη διαφορά του από τη Ν.Δ., αφού η τελευταία βρίσκεται στη χειρότερη «πολιτική στιγμή» της τελευταίας δεκαετίας.
Η (για πρώτη φορά) διαφορά των 4,5 μονάδων με βάση τα υπόλοιπα δεδομένα της έρευνας μπορεί θεωρητικώς να μειωθεί ή και να καλυφθεί υπό προϋποθέσεις. Ωστόσο, η τάση παγίωσης καραδοκεί. Παράλληλα,
η δομική κρίση του δικομματισμού εξακολουθεί να ισχύει, τόσο με τα ποσοστά δυσαρέσκειας απέναντι σε κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση όσο και με την αθροιστική καταγραφή των υπολοίπων κομμάτων στα επίπεδα του πρωτοφανούς ποσοστού του 30%, από τα μικρότερα της μεταπολίτευσης.
Το εκτιμώμενο ποσοστό του ΠΑΣΟΚ για τις επόμενες βουλευτικές εκλογές καταγράφεται αυτή τη στιγμή στο 37%. Σε μεγάλο βαθμό και υπό τις σημερινές συνθήκες κρίνεται ως το ανώτερο εφικτό δυνατό ποσοστό του κόμματος, καθώς προέρχεται από μια ήδη υψηλή συσπείρωση (82%) των ψηφοφόρων του το 2007 και ταυτόχρονα από μια σημαντική εισροή ψηφοφόρων της Ν.Δ. Ωστόσο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξακολουθεί να καταγράφει διαρροές προς τα κόμματα της αριστεράς, διαρροές που σε μεγάλο βαθμό είναι μη αντιστρέψιμες.
Την ίδια στιγμή, οι σχετικές υστερήσεις του Γ. Παπανδρέου (καταλληλότητα για πρωθυπουργός, αδυναμία αντιπολίτευσης) διατηρούνται σε βαθμό που να περιορίζουν την ικανοποίηση του ΠΑΣΟΚ για την πρωτιά του στην πρόθεση ψήφου. Η Ν.Δ. εξακολουθεί να έχει έντονη πτωτική τάση, που ξεκίνησε «αίφνης» τον Σεπτέμβριο και φαίνεται να κορυφώνεται.
Η κατάσταση της οικονομίας και ο φόβος μιας μεγάλης επερχόμενης κρίσης σε περιβάλλον μεγάλης συμπίεσης του λαϊκού εισοδήματος έχουν δημιουργήσει ισχυρά αντανακλαστικά απέναντι στην κυβερνητική πολιτική, η οποία έχει απολέσει και το σημαντικό πλεονέκτημα της «ηθικής υπεροχής» των προηγούμενων ετών. Το 32,5% θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι είναι συγκυριακό, αφού βρίσκεται κάτω από το όριο ασφαλείας του κοινωνικού ποσοστού της ιστορικής δεξιάς και κεντροδεξιάς στην Ελλάδα (35%). Σε μια εποχή, όμως, που αλλάζουν ριζικά οι κοινωνικές και ιδεολογικές σχέσεις με την πολιτική δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η δύναμη της Ν.Δ. να καθηλωθεί σε αυτά περίπου τα επίπεδα.
Η κρίση της δεξιάς και κεντροδεξιάς παράταξης παρασύρει και τον ΛΑΟΣ (4%), ο οποίος δεν κερδίζει από τις διαρροές της Ν.Δ. Υπάρχουν μάλιστα και σημάδια που μαρτυρούν ότι ίσως το ποσοστό του έχει αρχίσει να πιέζεται προς τα κάτω. Πάντως, οι σημερινοί συσχετισμοί πιστοποιούν ότι η επόμενη Βουλή θα είναι εξακομματική, λόγω της διαφαινόμενης ανόδου των Οικολόγων-Πρασίνων που καταγράφεται ήδη από τον προηγούμενο Ιούλιο. Οι Οικολόγοι-Πράσινοι (4,5%) βρίσκονται ήδη πάνω από τον ΛΑΟΣ, κερδίζοντας ένα αξιόλογο μέρος «κεντρώων» ψηφοφόρων (σημαντικό τμήμα τους προέρχεται από τη Ν.Δ.) και νέων ψηφοφόρων που εντάσσονται στο εκλογικό σώμα.
Τέλος, ο χώρος της αριστεράς εξακολουθεί να καταγράφει ισχυρά ποσοστά (13% ο ΣΥΡΙΖΑ και 8% το ΚΚΕ). Ο ΣΥΡΙΖΑ (13%) έχει σταθεροποιήσει σε «σκληρό πυρήνα» ψηφοφόρων ένα διψήφιο ποσοστό, που προέρχεται κυρίως από τις ηλικιακές ομάδες των 24-45 ετών, ενώ πρώτη φορά στην κοινωνιολογία του κόμματος αυτού καταγράφεται μια ισχυρή παρουσία μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, κυρίως στη νέα γενιά των εργαζομένων.
Οι μετακινήσεις ψηφοφόρων από το ΚΚΕ προς τον ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν να έχουν παγιωθεί, ωστόσο το ΚΚΕ (8%) τις αναπληρώνει με μια αξιοσημείωτη παρουσία στους νέους ψηφοφόρους. Πάντως, δεν φαίνεται το εκλογικό άθροισμα των δύο κομμάτων της αριστεράς να μπορεί να ξεπεράσει το όριο του 25%, κάτι που προ εξαμήνου διαφαινόταν ως ισχυρότατη πιθανότητα.
Η εκτίμηση της πρόθεσης ψήφου για τις ευρωεκλογές δείχνει οριακές διαφορές σε σχέση με τις βουλευτικές, ίσως γιατί απέχουμε ακόμη αρκετά από την ατζέντα της συγκυρίας του Ιουνίου 2009. Με μια πρώτη ματιά, ωστόσο, διαπιστώνεται ότι οι δύο κάλπες τείνουν να συγκλίνουν, αφού δεν παρατηρούνται σήμερα ιδιαίτερες αποκλίσεις στα αντίστοιχα ποσοστά επιλογής. Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στο 36% (μία μονάδα κάτω σε σχέση με τη βουλευτική κάλπη), η Ν.Δ. στο 30% (δυόμισι μονάδες), ο ΣΥΡΙΖΑ στο ίδιο επίπεδο, του 13% (έχει πάψει πλέον να θεωρείται «κόμμα δεύτερης ψήφου»), και το ΚΚΕ κερδίζει μισή μονάδα. Εύλογο είναι επίσης να αναμένει κανείς αύξηση για τα υπόλοιπα «μικρά κόμματα» (Οικολόγοι-Πράσινοι, ΛΑΟΣ και διάφοροι σχηματισμοί), που εμφανίζουν πλεόνασμα τριών ποσοστιαίων μονάδων στην κάλπη για την ευρωβουλή. Κατά κύριο λόγο επειδή οι ευρωεκλογές θα αποτελέσουν «γενική πρόβα» ενόψει των βουλευτικών εκλογών, θα κριθούν κι αυτές κυρίως από την εσωτερική πολιτική και την οικονομική συγκυρία -κάτι που συμβαίνει έτσι κι αλλιώς συνήθως.
Η τρέχουσα κατάσταση, ωστόσο, μπορεί να χαρακτηριστεί πρωτόγνωρη, αν συνυπολογιστεί ότι: 8 μήνες πριν από την ευρωκάλπη, το 87% του εκλογικού σώματος δεν είναι ικανοποιημένο από τη Ν.Δ. και το 84% από το ΠΑΣΟΚ. Ενα εκλογικό σώμα το οποίο σε ποσοστό 46% έχει χρέη σε πιστωτικές κάρτες ή δάνεια τα οποία, μάλιστα, επιβαρύνουν απειλητικά το εισόδημά του (77%).
Η δημοσκόπηση έγινε το διάστημα 15/10-17/11/2008, σε 1.199 άτομα σε όλη την Ελλάδα, με ατομικές συνεντεύξεις και χρήση διπλής κάλπης.
* Ο ΧΡ. ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και επιστημονικός σύμβουλος της VPRC.