Άδεια μισθωτών σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα
Ο Α.Ν.539/1945 είναι ο νόμος που καθόριζε αρχικά τα θέματα περί χορήγησης κανονικής αδείας με πλήρεις αποδοχές στους μισθωτούς. Με την πάροδο των ετών και με τις συνεχείς μεταβολές στις συνθήκες και σχέσεις εργασίας τροποποιήθηκε ανάλογα από μεταγενέστερους νόμους όπως ο Ν. 3227/2004 ο οποίος με τη σειρά του τροποποιήθηκε από τον Ν. 3302/2004 ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα.
1) Δικαίωμα Άδειας
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.3302/2004 δίνεται η δυνατότητα στον εργαζόμενο να λαμβάνει ποσοστό της άδειάς του κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος απασχόλησής του.
Συγκεκριμένα το άρθρο 1 του Ν.3302/2004 σχετικά αναφέρει ότι :
α. Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ΄ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια εικοσιτεσσάρων (24) εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.
β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται όπως παραπάνω. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
2) Ημέρες Άδειας
Ο νόμος 3302/2004 καθιέρωσε το ημερολογιακό έτος σαν βάση υπολογισμού και χορήγησης της άδειας. Ο όρος ημερολογιακό έτος χαρακτηρίζει το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της 31ης Δεκεμβρίου.
2.α.) Άδεια κατά το 1ο ημερολογιακό έτος
Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος στο οποίο προσλήφθηκε ο μισθωτός, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει σε αυτόν αναλογία-ποσοστό των ημερών αδείας που δικαιούται, σύμφωνα με τον Ν.3302/2004. Η βάση υπολογισμού της αναλογίας είναι 20 ημέρες για τους απασχολούμενους με πενθήμερο και 24 ημέρες για τους απασχολούμενους με εξαήμερο.
Παράδειγμα: Εργαζόμενος με πρόσληψη 01/07/2008 ο οποίος εργάζεται πενθήμερο, θα πρέπει να λάβει έως τις 31/12/2008 αναλογία άδειας ίση με 20/12 x 6 μήνες, δηλαδή 10 ημέρες.
2.β.) Άδεια κατά το 2ο ημερολογιακό έτος
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη.
Η αναλογία της άδειας υπολογίζεται εκ νέου, όπως και κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος, με βάση τις 20 ημέρες επί πενθημέρου και τις 24 ημέρες επί εξαημέρου.
Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και κατά το χρονικό σημείο συμπληρώσεως 12 μηνών από την ημερομηνία πρόσληψης, η άδεια επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα. Ως εκ τούτου, η άδεια κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, η οποία Θα πρέπει να χορηγηθεί από τον εργοδότη αναλογικώς ή ολόκληρη στο τέλος, έως την 31η Δεκεμβρίου του έτους αυτού, φθάνει στο ύψος των 21 επί πενθημέρου και 25 επί εξαημέρου, εργάσιμων ημερών.
Παράδειγμα: Εργαζόμενος με πρόσληψη 01/07/2008 και εξαήμερη απασχόληση, μέχρι τις 30/06/09 δικαιούται αναλογία άδειας ίση με 24/12 x μήνες απασχόλησης ενώ από 01/07/2009 μέχρι 31/12/2009 δικαιούται 25/12 x 7 μήνες.
2.γ.) Άδεια κατά το 3ο ημερολογιακό έτος και μετά
Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή, θα φθάσει τις 22 ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης εντός του τρίτου αυτού ημερολογιακού έτους. Ο εργοδότης και σ΄ αυτή την περίπτωση υποχρεούται να χορηγεί την άδεια μέχρι 31 Δεκεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους.
Παράδειγμα: Εργαζόμενος με πρόσληψη 01/07/2008 και πενθήμερη απασχόληση, από 01/07/2010 μπορεί να λάβει οποιαδήποτε χρονική στιγμή όλη την άδεια των 22 ημερών που δικαιούται.
Χρόνος Εργασίας στον Ίδιο Εργοδότη
Ημέρες Άδειας με Πενθήμερη Εργασία
Ημέρες Άδειας με Εξαήμερη Εργασία
12 Μήνες
20
24
2ο Έτος
21
25
3ο-10ο Έτος
22
26
Περισσότερο από 10 Έτη
25
30
Σημείωση: Οι εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει 10 έτη εργασίας στον ίδιο εργοδότη ή 12 έτη προϋπηρεσίας σε οποιονδήποτε εργοδότη με οποιαδήποτε σχέση εξαρτημένης εργασίας δικαιούνται 25 ημέρες άδειας σε πενθήμερη απασχόληση και 30 σε εξαήμερη.
Επίσης, σύμφωνα με την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ετών 2008 – 2009, από 1-1-2008, μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλ. συνολικά είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες και τριάντα μία (31) αντίστοιχα.
3) Τρόπος Χορήγησης της Άδειας
Η άδεια χορηγείται στους μισθωτούς πάντοτε μετά από συμφωνία με τον εργοδότη έτσι ώστε να μην δημιουργείται πρόβλημα στη λειτουργία της επιχείρησης. Στο διάστημα του καλοκαιριού, δηλαδή την περίοδο από 1 Μαΐου έως 30 Σεπτεμβρίου το μισό τουλάχιστον του προσωπικού που εργάζεται σε μία επιχείρηση πρέπει να λάβει την άδειά του σύμφωνα με το άρθρο 4 του Α.Ν.539/1945.
Σε ότι αφορά την χορήγηση της άδειας σε τμήματα, αυτή είναι δυνατή μόνο κατά τα πρώτα δύο ημερολογιακά έτη απασχόλησης ενός εργαζομένου. Από το τρίτο ημερολογιακό έτος και μετά απαγορεύεται από τον νόμο η κατάτμηση της άδειας του μισθωτού και θα πρέπει να χορηγείται ολόκληρη στον εργαζόμενο εκτός από τις περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή του εργοδότη και μετά από αίτηση του μισθωτού με δικαιολογημένη αιτία. Επίσης είναι δυνατή η ομαδική χορήγηση αδείας σε περιπτώσεις που διακόπτονται οι εργασίες της επιχείρησης.
4) Κυρώσεις Μη Χορήγησης Άδειας
Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος μέχρι το τέλος του ημερολογιακού έτους δηλαδή έως την 31η Δεκεμβρίου, να χορηγήσει στον μισθωτό τις ημέρες άδειας που δικαιούται. Σε περίπτωση μη λήψης της άδειάς του, ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές άδειας και το επίδομα αδείας που θα λάμβανε αν πραγματοποιούταν η άδειά του.
Σε περίπτωση που δεν χορηγήθηκε η άδεια από αμέλεια ή με υπαιτιότητα του εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος δικαιούται επιπλέον αποζημίωση ίση με προσαύξηση 100% επί των αποδοχών αδείας για τις ημέρες αδείας που δεν χορηγήθηκαν στον μισθωτό.
5) Επίδομα Αδείας
Το επίδομα αδείας αποτελεί δικαίωμα κάθε μισθωτού είτε αυτός είναι υπάλληλος, εργατοτεχνίτης είτε μαθητευόμενος και απασχολείται σε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιοδήποτε εργοδότη (ιδιωτικές επιχειρήσεις, Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ., οργανισμοί, κ.λπ.).
Το επίδομα καταβάλλεται στον εργαζόμενο προκαταβολικά κατά την έναρξη της κανονικής του άδειας. Το ποσό του επιδόματος είναι ίσο με τις αποδοχές αδείας δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση (πενθήμερη, εξαήμερη απασχόληση κ.λπ.) να υπερβαίνει, γι αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό, τον μισό μισθό και για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, ωρομίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ημερομίσθια.
Για κάθε μήνα εργασίας ο εργαζόμενος δικαιούται επίδομα αδείας ίσο με τις αποδοχές 2 ημερομίσθιων. Δηλαδή τον πρώτο μήνα εργασίας δικαιούται 2/25 του μισθού ή 2 ημερομίσθια, τον δεύτερο 4/25 ή 4 ημερομίσθια κ.λπ. μέχρι την συμπλήρωση του έβδομου μήνα στην εργασία του. Από το χρονικό αυτό όριο και ύστερα δικαιούται μισό μισθό ή 13 ημερομίσθια.
Πηγή: in.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου