Αυξάνεται στην Ελλάδα η συχνότητα εμφάνισης του καρκίνου του μαστού, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω κυρίως των μειωμένων ή καθυστερημένων γεννήσεων και της παχυσαρκίας των μεσήλικων γυναικών.Ο καρκίνος του μαστού εξακολουθεί να είναι ο συχνότερα εμφανιζόμενος στις αναπτυγμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας (τα στοιχεία για τη συχνότητα των νεοπλασιών στην Ελλάδα αφορούν βέβαια έμμεσες εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αφού στη χώρα μας δεν υπάρχει αρχείο καταγραφής νεοπλασμάτων).
«Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η θνησιμότητα από καρκίνο του μαστού παρουσιάζει πτωτικές τάσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ενώ αντίθετα στην Ελλάδα η θνησιμότητα από τη νόσο φαίνεται να έχει ελαφρά αυξητικές τάσεις, που οφείλονται _ σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον _ στη μείωση της γεννητικότητας (ο αριθμός των τελειόμηνων κυήσεων σχετίζεται αρνητικά με την πιθανότητα εμφάνισης της νόσου), στην καθυστέρηση της πρώτης εγκυμοσύνης (η μεγαλύτερη ηλικία πρώτης εγκυμοσύνης αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης της νόσου) και σε σωματομετρικές διαφοροποιήσεις (το μεγαλύτερο ανάστημα και η παχυσαρκία μετά την εμμηνόπαυση αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης της νόσου)», επισημαίνει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Χάρβαρντ Παγώνα Λάγιου. «Παρ' όλα αυτά, η συχνότητα και η θνησιμότητα από καρκίνο του μαστού παραμένουν σχετικά χαμηλές στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Σε αντίθεση με τα περισσότερα νοσήματα, ο καρκίνος του μαστού παρουσιάζεται συχνότερος στις ανώτερες οικονομικοκοινωνικές τάξεις. «Παρά τον φόβο που προκαλεί η νόσος, η πρόγνωσή της είναι σχετικά καλή (η επιβίωση ξεπερνά το 80%) και εξακολουθεί να βελτιώνεται, χάρη στις προόδους της πρόληψης και των θεραπευτικών παρεμβάσεων», λέει η κ. Λάγιου.
Γενετική προδιάθεση και ορμόνες
Κατά την τελευταία τριετία, η επιστημονική έρευνα έχει επικεντρωθεί στην επισήμανση γενετικών πολυμορφισμών (γονιδιακές διαφοροποιήσεις) που έχουν σχέση με τον καρκίνο του μαστού. «Εκτός από τις γνωστές μείζονες
μεταλλαγές BRCA1 και
BRCA2, που αυξάνουν δραματικά τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού αλλά είναι σπάνιες, έχουν διαπιστωθεί διάφοροι
γενετικοί πολυμορφισμοί (όπως π.χ. ο
rs2981582) που έχουν σχετικά μικρή συσχέτιση με τη νόσο αλλά είναι πολύ συχνότεροι. Για τις μείζονες μεταλλαγές, η προληπτική παρέμβαση μπορεί να φτάσει έως και την προληπτική μαστεκτομή, ενώ για τους γενετικούς πολυμορφισμούς η ελπίδα είναι να διαπιστωθούν και να μειωθούν παράγοντες του περιβάλλοντος που συνεργούν με τη γενετική προδιάθεση για την εκδήλωση της νόσου», λέει η κ. Λάγιου.
Είναι γνωστό ότι πολλές ορμόνες προάγουν την εμφάνιση ή την ανάπτυξη του καρκίνου του μαστού, αλλά τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον για
δύο ορμόνες που φαίνεται να δρουν ανασταλτικά κατά την ανάπτυξη της νόσου. «Οι ορμόνες αυτές είναι η αντιπονεκτίνη και η IGF-2 και γίνονται έρευνες _ ορισμένες από αυτές από την ομάδα μας στο Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Harvard και ερευνητικά κέντρα στην Ευρώπη και την Κίνα _ για να μελετηθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν τη στάθμη αυτών των ορμονών στον οργανισμό», εξηγεί η κ. Λάγιου.
Εκτός από τους ενδογενείς παράγοντες για ανάπτυξη της νόσου, υπάρχουν και οι εξωγενείς. «Πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν ότι οι μακροχρόνιες ορμονικές θεραπείες υποκατάστασης κατά την εμμηνόπαυση αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, κυρίως όταν βασίζονται σε συνδυασμό οιστρογόνων και προγεστινών», τονίζει η κ. Λάγιου.«Σχετικά με τη διατροφή, εκτός από την παχυσαρκία μετά την εμμηνόπαυση που αποτελεί σοβαρό επιβαρυντικό παράγοντα, η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών και η υπερκατανάλωση κορεσμένων λιπιδίων αυξάνουν τον κίνδυνο της νόσου. Αντίθετα, η κατανάλωση λαχανικών και φρούτων και ακόμη περισσότερο η φυσική άσκηση, φαίνεται ότι παρέχουν προστασία».
Νέα φάρμακα
Νέα φάρμακα και γονιδιακές αναλύσεις κατά του καρκίνου του μαστού προστίθενται στη φαρέτρα της επιστήμης, κάνοντας τις θεραπείες αποτελεσματικότερες, ακόμα και για τις δύσκολες περιπτώσεις.
«Η έρευνα κατά του καρκίνου μαστού τον τελευταίο χρόνο σηματοδοτήθηκε από σημαντικές εξελίξεις στη θεραπεία της μεταστατικής νόσου και στην αξιολόγηση προγνωστικών παραγόντων», λέει ο ογκολόγος, καθηγητής Θεραπευτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Μελέτιος-Αθανάσιος Δημόπουλος. «
Ειδικότερα στη μεταστατική νόσο, οι εξελίξεις αφορούν ομάδες ασθενών με δύσκολα αντιμετωπίσιμη νόσο. Προτείνεται ένας νέος μηχανισμός ελέγχου της νόσου.
Οι αναστολείς PARP αποτελούν μια νέα κατηγορία φαρμάκων, που δρουν αναστέλλοντας την επιδιόρθωση του DNA στα καρκινικά κύτταρα και οδηγώντας τα έτσι στον θάνατο».Τα φάρμακα αυτά φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη δράση σε κληρονομικούς καρκίνους, που είναι αποτέλεσμα μετάλλαξης των γονιδίων ΒRCΑ1 και ΒRCΑ2. «Επιπλέον, φαίνεται να έχουν δράση σε καρκίνους που δεν είναι ευαίσθητοι ούτε σε ορμονικούς χειρισμούς ούτε σε αγωγή με τα νεώτερης γενιάς φάρμακα, που στοχεύουν τον αυξητικό υποδοχέα HER2», λέει ο κ. Δημόπουλος. «
Τα δυο φάρμακα που μελετώνται είναι η ολαπαρίμπη και ο παράγοντας ΒSΙ-201. Η διαφορά σε αποτελεσματικότητα από την προσθήκη των φαρμάκων αυτών σε σχέση με την κλασική χημειοθεραπεία, όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα στο Αμερικανικό Συνέδριο Κλινικής Ογκολογίας, είναι εντυπωσιακή»
Επιπλέον, στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ογκολογίας που διεξήχθη την προηγούμενη εβδομάδα στο Βερολίνο, παρουσιάστηκε η διαπίστωση ότι
ο αναστολέας της αρωματάσης εξαμεστάνη υπερείχε της ταμοξιφένης σε μεγάλη κλινική μελέτη, που αφορούσε τη συμπληρωματική ορμονοθεραπεία σε μεταεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με καρκίνο μαστού. «Επίσης, στο ίδιο συνέδριο παρουσιάστηκε και
ένα νέο φάρμακο, η ντενοσουμάμπη, που αφορά την αντιμετώπιση οστικών μεταστάσεων σε ασθενείς με καρκίνο μαστού», προσθέτει ο κ. Δημόπουλος. «Το φάρμακο αυτό φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό».
Μια νέα μέθοδος δίνει σήμερα τη δυνατότητα στους επιστήμονες να προβλέπουν στις γυναίκες με καρκίνο μαστού αν απειλούνται από υποτροπή καθώς και το αναμενόμενο όφελος από τη θεραπεία. «
Όσον αφορά τους προγνωστικούς δείκτες, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προτεινόμενη μελέτη της μοριακής "σφραγίδας" 70 γονιδίων», επισημαίνει ο κ. Δημόπουλος. «Η ανάλυση της έκφρασης αυτών των γονιδίων επιτρέπει με σχετική ακρίβεια την πρόγνωση του κινδύνου για υποτροπή σε γυναίκες που διαγιγνώσκονται και αντιμετωπίζονται για καρκίνο μαστού. Επίσης, η έκφραση των γονιδίων μπορεί να καθορίσει το όφελος _ ή όχι _ από τη χορήγηση χημειοθεραπείας».Η μέθοδος αυτή είναι διαθέσιμη σε ασθενείς στις ΗΠΑ. «
Απαιτεί όμως φρέσκο ή φρεσκο-κατεψυγμένο καρκινικό ιστό από τη μαστεκτομή. Αυτή η μεθοδολογική δυσκολία καθιστά τη μελέτη δυσχερή για τον γενικό πληθυσμό», λέει ο καθηγητής.
Ανάμεσα στους ασθενείς, στο 20% παρουσιάζεται διασπορά της νόσου σε άλλα όργανα (μεταστάσεις) κατά την ώρα της διάγνωσης. Έως σήμερα, η «κλασική» θεραπεία για τους ασθενείς αυτούς ήταν η χημειοθεραπεία, με σκοπό την πιθανή αντιμετώπιση των μεταστάσεων. «Πιστεύαμε δηλαδή ότι δεν είχε αποτέλεσμα αν αφαιρούσαμε τον όγκο στον καρκίνο μαστού εφόσον ο όγκος είχε εξαπλωθεί αλλού», λέει ο χειρουργός μαστού, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ιωάννης Κακλαμάνος. «Νεώτερα δεδομένα από διάφορα κέντρα του εξωτερικού αναφέρουν ότι ακόμα και σε αυτές τις "προχωρημένες" περιπτώσεις, η αφαίρεση του όγκου στον καρκίνο μαστού είναι δυνατόν να έχει ευεργετικά αποτελέσματα, όπως μεγαλύτερη επιβίωση των ασθενών, βελτίωση της ποιότητας ζωής και, σπανιότερα, ίαση. Επιπλέον, υπάρχουν δεδομένα ότι σε επιλεγμένους ασθενείς, η χειρουργική αφαίρεση των μεταστάσεων είναι δυνατόν να οδηγήσει στη θεραπεία». Τα στοιχεία αυτά δίνουν νέες προοπτικές στην αντιμετώπιση του «προχωρημένου» καρκίνου του μαστού.
Ασφαλής χειρουργική τεχνικήΣτον τομέα της χειρουργικής του καρκίνου του μαστού, αποδεικνύεται πλέον ότι η μέθοδος του «φρουρού λεμφαδένα» είναι ασφαλής και αποτελεσματική. «Με τη μέθοδο αυτή, ανευρίσκεται ο λεμφαδένας ο οποίος παροχετεύει τη λέμφο από την περιοχή του όγκου», εξηγεί ο κ. Κακλαμάνος. «Εφαρμόζεται μια ιδιαίτερη τεχνική με χρήση ραδιοϊσοτόπων ή χρωστικής ουσίας. Ο λεμφαδένας αυτός εξετάζεται και αν δεν περιέχει καρκινικά κύτταρα, ο χειρουργός δεν προχωρά στον λεμφαδενικό καθαρισμό της μασχάλης, ο οποίος προκαλεί επιπλοκές, όπως οίδημα του χεριού, πόνος, δυσκινησία κ.λπ.».
Σήμερα, περίπου δέκα χρόνια μετά την τελειοποίηση της μεθόδου, οι ειδικοί μπορούν να πουν ότι «
έχει αποδειχθεί πως είναι ασφαλής για τον ασθενή και κυρίως ότι η αποφυγή του λεμφαδενικού καθαρισμού της μασχάλης, όταν αυτός δεν χρειάζεται, έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση της ποιότητας ζωής της ασθενούς χωρίς να επηρεάζει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας», διαβεβαιώνει ο κ. Κακλαμάνος.
Σε μελέτη, άλλωστε, που ανακοινώθηκε στο πρόσφατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας, διαπιστώθηκε ότι
η χειρουργική αφαίρεση του όγκου στον καρκίνο μαστού επιμηκύνει τη ζωή της ασθενούς, ακόμα και αν η διάγνωση γίνει καθυστερημένα. Το 25% των ασθενών που χειρουργήθηκαν ζούσε πέντε χρόνια μετά την επέμβαση, σε σύγκριση με το 13% όσων δεν είχαν χειρουργηθεί.
Ιστολογική διάγνωση χωρίς χειρουργείο
Η ιστολογική διάγνωση του καρκίνου του μαστού είναι σήμερα δυνατή χωρίς χειρουργείο. Με το νέο μηχάνημα βιοψίας υπό αναρρόφηση ή με τη χρήση ραδιοσυχνοτήτων, το οποίο διαθέτει η Μονάδα Μαστού στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, οι γυναίκες δεν χρειάζεται πια να χειρουργούνται για τη διάγνωση και τη θεραπεία καλοηθών όγκων στον μαστό.
«Είναι γνωστό πλέον ότι όλες οι γυναίκες μετά την ηλικία των 40 ετών πρέπει να κάνουν την πρώτη τους μαστογραφία, ως σημείο αναφοράς», λέει ο Γιώργος Κ. Ζωγράφος, καθηγητής Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής της Α' Προπαιδευτικής Χειρουργικής Κλινικής στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. «Σε πολλές από τις γυναίκες αυτές, παρότι ούτε οι ίδιες αλλά ούτε ο ιατρός τους μπορεί να ψηλαφίσει κάποια βλάβη, στη μαστογραφία απεικονίζεται μια μικρή αλλοίωση (αποτιτανώσεις, συμπαγές οζίδιο, διαταραχή αρχιτεκτονικής). Οι βλάβες αυτές χαρακτηρίζονται ως μη ψηλαφητές μαστογραφικές αλλοιώσεις».
Έως πρόσφατα οι λύσεις που είχε η γυναίκα ήταν η παρακολούθησή της από τον γιατρό, η βιοψία με μεγάλη βελόνα (core biopsy) και η χειρουργική εκτομή ύστερα από σήμανση με μεταλλικό συρμάτινο οδηγό. «Η χειρουργική εκτομή και η βιοψία με βελόνη για να είναι επιτυχείς, στις μη ψηλαφητές βλάβες του μαστού, πρέπει να προηγηθεί εντοπισμός με τη χρήση μηχανημάτων στερεοταξίας (υπολογισμός σε τρία επίπεδα)», εξηγεί ο καθηγητής. «Οι μέθοδοι όμως αυτές εμφανίζουν μεγάλα μειονεκτήματα. Συγκεκριμένα, στη χειρουργική εκτομή τα μειονεκτήματα είναι η μετεγχειρητική εξωτερική ουλή, η εσωτερική ουλή (που προκαλεί διαφοροδιαγνωστικό πρόβλημα σε μελλοντικές μαστογραφίες), η ίνωση μαστού, η αποτυχία εντοπισμού της βλάβης, η δυσκολία στον εντοπισμό μικροαποτιτανώσεων, το χειρουργείο υπό γενική αναισθησία, η αφαίρεση μεγάλου τμήματος και η αποτυχία σε ποσοστό έως 22%».
Η μέθοδος της λήψης βιοψίας με μεγάλη βελόνα (core biopsy) ύστερα από στερεοταξία αποτελεί ικανοποιητική λύση. «Η ευαισθησία της κυμαίνεται από 85% έως και 96%, ενώ η ειδικότητα της μεθόδου φθάνει το 97%», λέει ο κ. Ζωγράφος.«Έως πρόσφατα, αποτελούσε τη μέθοδο εκλογής για τη βιοψία των μη ψηλαφητών αλλοιώσεων του μαστού. Πολλές φορές, όμως, το αποτέλεσμα της βιοψίας είναι επισφαλές, λόγω μη λήψης ικανοποιητικού υλικού».
Τα πλεονεκτήματα
Η ανάγκη να εφαρμοστεί μια καινούργια μέθοδος για τη βιοψία μη ψηλαφητών βλαβών του μαστού ήταν επιτακτική. Σήμερα σχεδόν σε όλα τα Κέντρα Μαστού των ΗΠΑ αλλά και σε πολλά των ευρωπαϊκών χωρών, έχει επεκταθεί η χρήση της υποβοηθούμενης υπό αναρρόφηση βιοψίας μαστού (συσκευή Mammotome ή με τη χρήση ραδιοσυχνοτήτων RF). Τα χαρακτηριστικά της μεθόδου είναι τα εξής:
* Απαιτεί τοπική αναισθησία.
* Χρειάζεται μικρό χρόνο επέμβασης (30' ή 5' με τη χρήση των ραδιοσυχνοτήτων).
* Η τομή είναι μόνο 4 χιλιοστών.
* Είναι χαμηλού κόστους.
* Υπάρχει δυνατότητα χρήσης microclip, για τον εντοπισμό του σημείου.
* Κάνει πολλαπλή λήψη παρασκευασμάτων μέσω ενός και μόνο σημείου εισαγωγής της βελόνας.
* Δίνει δείγματα ανάλογα με εκείνα της ανοιχτής βιοψίας.
* Κάνει λήψη δειγμάτων σε βλάβες κάτω των 5 χιλιοστών.
* Δεν απαιτείται νοσηλεία στο νοσοκομείο και η ασθενής αναχωρεί σε 30' έως μία ώρα.
«Η ευαισθησία της τεχνικής προσεγγίζει το 97%, ενώ η ειδικότητα είναι 100%. Ο χειρουργός μπορεί να λάβει τμήμα ιστού ικανό για αξιόπιστη παθολογοανατομική εκτίμηση των αποτιτανώσεων ή να αφαιρέσει πλήρως (ακτινολογικά διαπιστωμένα) μικρές βλάβες έως 2 εκατοστών.
Η υποβοηθούμενη _ υπό αναρρόφηση ή με ραδιοσυχνότητες _ βιοψία μαστού για μη ψηλαφητές αλλοιώσεις του μαστού αποτελεί την πλέον σύγχρονη μέθοδο ελάχιστα επεμβατικής στερεοτακτικής βιοψίας, με εξαιρετικά αποτελέσματα», λέει ο κ. Ζωγράφος.
Ήδη η εφαρμογή της μεθόδου από τη Μονάδα Μαστού του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου έχει δώσει εντυπωσιακά αποτελέσματα σε 1.200 ασθενείς. «Ιδιαίτερα σημαντική τεχνολογική εξέλιξη αποτελεί το στερεοτακτικό τραπέζι της Fischer, με λήψη ψηφιακής εικόνας. Αυτό το απόκτημα της Μονάδας Μαστού της Α' Προπαιδευτικής Χειρουργικής Κλινικής στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο μάς έχει δώσει τη δυνατότητα της εύκολης και ακριβούς διαγνωστικής προσπέλασης στις μη ψηλαφητές μαστογραφικές αλλοιώσεις», προσθέτει ο κ. Ζωγράφος.
Ο καθηγητής όμως διευκρινίζει: «
H κατευθυνόμενη βιοψία μαστού είναι μέσο διάγνωσης και όχι θεραπείας. Και η σωστή βιοψία είναι αποτέλεσμα ομαδικής προσπάθειας σε οργανωμένη μονάδα μαστού».
Ενδοσκόπηση των θηλώνΤελευταίο απόκτημα της τεχνολογίας αποτελεί η συσκευή ενδοσκόπησης των θηλαίων πόρων (DactaScope - Lifeline), την οποία διαθέτει η Μονάδα Μαστού στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο (η δεύτερη στην Ευρώπη). «Έχουμε τη δυνατότητα οπτικής πρόσβασης στο θηλαίο σύστημα, με δυνατότητα φωτογράφησης, βιντεοσκόπησης και λήψης κυτταρολογικής εξέτασης.
Το μέσο αυτό προσφέρει επιπλέον πληροφορίες στη διερεύνηση της διαγνωστικά δύσκολης οπισθοθηλαίας περιοχής, σε περιπτώσεις αιματηρής ρύσης της θηλής», λέει ο καθηγητής.
Οι άσκοπες επεμβάσεις στους μαστούς, λοιπόν, μπορεί να γίνουν παρελθόν. «Με τις νέες μεθόδους που προσφέρει η τεχνολογία, φαίνεται σαφώς ότι πλέον υπάρχει δυνατότητα να αποφεύγουν το χειρουργείο οι περισσότερες από τις γυναίκες που έως και σήμερα χειρουργούνται άδικα για τη θεραπεία καλοήθους νόσου», τονίζει ο κ. Ζωγράφος. «Η χειρουργική θεραπεία πρέπει να επιβάλλεται μόνον εφόσον υπάρχει προεγχειρητική ιστολογική διάγνωση καρκίνου».